Ομάδα των αρχαιολόγων της ΕΦΑ Λάρισας στην Οξυά της Καρυάς Ολύμπου
Κατόπιν πρόσκλησης του Μορφωτικού Συλλόγου Καρυάς προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας, πραγματοποιήθηκε ανάβαση στο βουνό Οξυά ή αλλιώς Τιτνάτα, με σκοπό την πρώτη έρευνα και χαρτογράφηση του αρχαίου τείχους, που βρίσκεται στην κορυφή και την ανάδειξη και προβολή του στο ευρύτερο κοινό. Η ομάδα των αρχαιολόγων προσέγγισε στην περιοχή με το υπηρεσιακό όχημα της αρχαιολογικής υπηρεσίας (κ. Δ. Περσάκης) από την μεριά του «Προβατοπάζαρου» και ξεκίνησε την ανάβαση μέσα από ένα κατάφυτο μονοπάτι από οξιές σε συνολικό υψόμετρο 1400 μέτρων.
Επικεφαλής της αρχαιολογικής ομάδας ήταν η αρχαιολόγος Ασημίνα Τσιάκα, του Τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων της ΕΦΑ Λάρισας συνοδευόμενη από την αρχαιολόγο Ματίνα Παπαναστασούλη, του Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων της ίδιας Υπηρεσίας. Την εναέρια φωτογράφιση ανέλαβε ο υπάλληλος της υπηρεσίας κ. Γ. Δάλλας.
Να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για καινούργια ανακάλυψη, δεδομένου ότι πρόκειται για κάτι πολύ γνωστό για τους κατοίκους της Καρυάς. Κατά καιρούς το έχουν επισκεφτεί ιστορικοί προσπαθώντας να εξετάσουν στοιχεία και ευρήματα, αλλά για πρώτη φορά ομάδα αρχαιολόγων της ΕΦΑ Λάρισας βρίσκεται στο σημείο για επιτόπιο έλεγχο και εναέρια φωτογράφιση.
Πιθανόν να πρόκειται για μια οχυρωματική εγκατάσταση (φρούριο) αμυντικό και προστατευτικό των μακεδονικών χρόνων. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι το τείχος μπορεί να είχε χτιστεί προκειμένου να προστατεύσει την περιοχή από εχθρικές επιθέσεις ή να είχε κάποιον στρατηγικό σκοπό.
Όπως τονίζει η αρχαιολόγος της ΕΦΑ Λάρισας κ. Ασημίνα Τσιάκα, το τείχος, το οποίο είναι κατασκευασμένο από λίθους γκρίζου ασβεστόλιθου, που δεν είναι δεμένοι με συνδετικό υλικό, ακολουθούν το ανάγλυφο του εδάφους , “χτίζοντας” το βράχο σε κάποια σημεία. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένας ακανόνιστος τραπεζιόσχημος περίβολος, ενώ στα δυτικά ενδεχομένως να υπήρχε και προτείχισμα.
Τα κτίρια που διαφαίνονται διατηρούνται σε κακή κατάσταση και έχουν κατακρημνισμένα τα τοιχώματά τους (λιθοσωροί) με αποτέλεσμα να μη διακρίνεται το είδος και η μορφή τους. Δεν αποκλείεται να υπήρχαν και στεγασμένα κτίρια, λόγω της ύπαρξης κεραμίδων στέγης καθώς και δεξαμενές ανάμεσά τους. Η κεραμική που περισυλλέχθηκε είναι δύσκολο να χρονολογηθεί. Ανάμεσα στα όστρακα που ξεχωρίζουν είναι και μια λαβή αγγείου της ύστερης αρχαιότητας.
Παλιότεροι μελετητές όπως ο Α. Ριζάκης προτείνουν την χρονολόγηση του φρουρίου με βάση την κεραμική τον 3ο-2ο αι. π.Χ, Rizakis Athanassios. Une forteresse macédonienne dans l'Olympe. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 110, livraison 1, 1986. pp. 331-346.
Το κάστρο, στη θέση που είναι χτισμένο, δηλαδή στην κορυφή της Τιτνάτας (Ντιτνάτα), η οποία είναι μια κορυφογραμμή που χωρίζει την κοιλάδα του Σπαρμού από την πεδιάδα της Καρυάς , ελέγχει όλα τα περάσματα και τις διαβάσεις από και προς τη Μακεδονία, όπως αυτό της Ζιλιάνας (Σύς) στο οροπέδιο της Κονίσπολης ή Κονόσπολης και αποτελεί τμήμα του αμυντικού συστήματος των Μακεδόνων βασιλέων στην περιοχή του Ολύμπου. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβυος το αναφέρει ως φρούριο του Dierum.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι αφιερωμένοι στην περαιτέρω έρευνα και ανάλυση των απομειναριών του τείχους, προκειμένου να διαπιστωθεί με ακρίβεια η χρονολογία της κατασκευής του και οι δυνητικοί σκοποί πίσω από αυτό.
Στην ανάβαση μαζί με την ομάδα αρχαιολόγων, συμμετείχε η Σπυράκη Ελένη από τη μεριά του ΜΕΣΚ και οι συνοδοί Γιώργος Καβαρατζής, Δήμος Δάσσιος και Στέλλα Παβλικιανίδου.