Γιώργος Μιχαλογιάννης από τη Συκιά Ελασσόνας: «Μας βγαίνει η ψυχή για να πουλήσουμε 7 ευρώ το κιλό...»
Ο Γιώργος Μιχαλογιάννης δεν έχει φύγει ποτέ από τη Συκέα Ελασσόνας. Είναι τρίτη γενιά κτηνοτρόφος και το μόνα διαλείμματα που έκανε ήταν για φαντάρος και για τη Σχολή Επαγγελμάτων Κρέατος, το πτυχίο της οποίας δεν έκανε χρήση. Στα πρόβατα από τα γεννοφάσκια του και μια ζωή.
Τούτες τις ημέρες οι προετοιμασίες είναι πυρετώδεις ενόψει του Πάσχα. Οι πόλεις όλης της Ελλάδας περιμένουν να γεμίσουν αμέτρητα αρνιά στις σούβλες την επόμενη Κυριακή. Αυτό σημαίνει πως έχουν πάρει φωτιά τα «μπατζάκια» των κτηνοτρόφων.
Μα δεν είναι μόνο ο Γιώργος Μιχαλογιάννης, αλλά όλοι οι κτηνοτρόφοι στην ευρύτερη περιοχή που ζουν στους ίδιους ρυθμούς. Η περιοχή της Ποταμιάς έχει 8 δημοτικά διαμερίσματα. Βλαχογιάννι, Αμούρι, Δομένικο, Μαγούλα, Μεγάλο Ελευθεροχώρι, Μεσοχώρι, Πραιτώρι και Συκιά.
Τώρα η Συκιά μετράει περίπου 350 κατοίκους και μαζί με την Ανάληψη φτάνει τους 400. Παλιότερα η οικονομία βασιζόταν πολύ στα καπνά. Τώρα τελευταία οι περισσότεροι είναι κτηνοτρόφοι και αρκετοί έχουν περιβόλια με αμύγδαλα, καρύδια, βερίκοκα και ελιές για ιδία χρήση το λάδι. Ένας μέσος κτηνοτρόφος της περιοχής έχει περίπου 500-700 ζωντανά. Κάποιοι έχουν αρκετά παραπάνω, ενώ υπάρχουν και οι μικρότεροι κτηνοτρόφοι.
«Πρέπει να είσαι σκληρό καρύδι για να αντέξεις. Πρέπει να δίνεις τη ζωή σου» μας λέει και γελάει όταν τον ρωτάμε για το ωράριο «Ωράριο; Ούτε να πεθάνεις δεν μπορείς».
Ξυπνάει το χάραμα. Πάει στο μαντρί για άρμεγμα και τάισμα. Πίνει έναν καφέ και τα βγάζει έξω στη χλόη. Τώρα είναι η εποχή καθώς τον χειμώνα δεν γίνεται, αλλά τότε έχει άλλες δουλειές. Όταν θα επιστρέψουν θα υπάρξει μια ανάπαυλα για κάνα δίωρο και από τις 3.30 και μετά μέχρι το βράδυ πάλι οι ίδιες δουλειές.
«Σκεφτείτε όμως το ίδιο πράγμα. 7 ημέρες την εβδομάδα και 365 μέρες τον χρόνο. Ούτε γιορτές. Ούτε πανηγύρια. Ούτε διακοπές, ούτε ξέγνοιασμα...». Και κάπως έτσι κυλάει η ζωή του κτηνοτρόφου. Με ανησυχίες για τις τιμές και την ακρίβεια. Όσο για την προσωπική ζωή; «Είναι δύσκολο για τον κτηνοτρόφο ακόμα και να βρει σύντροφο» λέει και γι’ αυτό πολλοί νέοι δεν την επιλέγουν ως εργασία. Ο ίδιος ήταν από τους ανθρώπους που έθεσε ως υψηλή προτεραιότητα τη δημιουργία της οικογένειας. Με τη σύζυγό του απέκτησαν δύο παιδιά που τώρα ετοιμάζονται για το πτυχίο από τις σπουδές τους. Για επιστροφή στην εργασία του πατέρα είναι λίγο δύσκολο.
Από το 1991 και μετά, θυμάται, με την είσοδο των Αλβανών στην Ελλάδα, άλλαξαν τα πράγματα. Οι Αλβανοί, τους οποίους χαρακτηρίζει πολύ δουλευταράδες και γνώστες του αντικειμένου, αποδείχθηκαν εξαιρετικοί εργαζόμενοι και κάπου εκεί επαναπαύτηκαν πολλοί Έλληνες κτηνοτρόφοι. Εκείνη η φουρνιά των Αλβανών όμως μεγάλωσε και τα παιδιά τους δεν ακολούθησαν αυτή τη σκληρή δουλειά.
«Ήρθαν κάποιοι Πακιστανοί και Ρουμάνοι, όμως τους Αλβανούς δεν μπορούσαν να τους φτάσουν» λέει και αναρωτιέται τι θα γίνει με τους μετακλητούς και τον αριθμό των αδειών παραμονής, καθώς είναι κάτι που τους αφορά άμεσα. «Πόσο πουλάτε τα αρνιά σας;» είναι το ερώτημα που του κάνουμε, για να μας απαντήσει πως «εφτά ευρώ δίνουμε στον έμπορο εμείς. Από εκεί θα πάρει ένα ευρώ το σφαγείο, άλλο ένα ευρώ τον ΦΠΑ συν το υπόλοιπο από τις μεταφορές και το κρεοπωλείο» και εκφράζει την ανησυχία για το πόσο θα αγοράσει ο καταναλωτής. Στέκεται ιδιαίτερα στο θέμα των ελληνοποιήσεων καθώς εξηγεί πως είναι κάτι που πρέπει να ελεγχθεί σωστά, καθώς «δεν γίνεται να τρώει όλη η Ελλάδα αρνάκι Νάξου; Πόσα βγάζει δηλαδή αυτό το νησί;» αναρωτιέται με νόημα.
Μεγάλη ζημιά όμως τους κάνει και το θέμα του καλαθιού που έχει προκύψει τις τελευταίες ημέρες και εξηγεί ότι «δεν μπορεί να παίρνουν από εμάς με 7 ευρώ το κιλό και να πωλούν στα 9.90 το κιλό. Απλά δεν βγαίνουν οι αριθμοί» και καταλήγει πως είναι κάτι που κάνει μεγάλη ζημιά στον κλάδο. Πόσο μάλιστα τη στιγμή που περνάει μεγάλη κρίση όχι μόνο η ελληνική κτηνοτροφία αλλά γενικότερα η ύπαιθρος.
«Στο χωριό κάθε λίγες ημέρες χτυπάει η καμπάνα πένθιμα. Τα χωριά ερημώνουν και τα κίνητρα για τους νέους εξαφανίζονται. Αν χάσουμε και την κτηνοτροφία θα χαθεί μεγάλη δύναμη των χωριών» καταλήγει ο Γιώργος Μιχαλογιάννης και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. «Δύο πράγματα κρατούσαν την ελληνική οικονομία. Το ένα είναι ο τουρισμός και το άλλη ο πρωτογενής τομέας».
Του Κώστα Γκιάστα - Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης
Πηγή: eleftheria.gr