«Έφυγε» από τη ζωή ο Αλέξανδρος Παρλάντζας
«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, ο ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελασσόνα και στην ευρύτερη περιοχή, κτηνοτρόφος και λαϊκός ποιητής, Αλέξανδρος Παρλάντζας.
Η πηγαία του ποιητική έκφραση, η ευγενική του μορφή, η ανιδιοτέλεια και η ταπεινότητά του, θα συνοδεύουν πάντοτε την ανάμνηση του.
Η εξόδιος ακολουθία, τελέστηκε το απόγευμα της Κυριακής, στον Ιερό Ναό Αγίου Αρσενίου στην Ελασσόνα.
Ο Αλέξανδρος Παρλάντζας γεννήθηκε στις 17-02-1954 από γονείς Σαρακατσάνους, τον Αντώνιο Παρλάντζα και την Χρυσαυγή Νάννη, στην Ελασσόνα Λάρισας.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μια περίοδο που συνεχιζόταν η Σαρακατσάνικη ζωή στην πλήρη και γνήσια έκφρασή της, με τα καλύβια και τα κονάκια.
Οι γονείς του ήταν κτηνοτρόφοι και το χειμώνα ζούσανε στην Ελασσόνα και το καλοκαίρι μετακινούταν στο Βέρμιο.
Το χειμώνα (του Αγ. Δημητρίου) αναγκαστικά κατεβαίνανε στα χειμαδιά και περιμένανε με ανυπομονησία πότε θα έρθει ο καιρός (συνήθως του Αγ. Γεωργίου) να ξανανηφορίσουνε για τις πλαγιές και τα λιβάδια του Βερμίου.
Εκεί, ανάμεσα στα έλατα και τα λιβάδια του Βερμίου, βόσκοντας τα πρόβατα, μικρό παιδάκι ακόμη, άρχισε να γράφει πρόχειρα σε ένα χαρτί ή στο μυαλό μου, ένα στίχο από ποίημα που του ερχόταν και μετά το καθαρόγραφε.
Μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να γράφει τα ποιήματά του με τον ίδιο τρόπο, βόσκοντας τα γίδια του, και όταν του ερχόταν μια έμπνευση, την κρατούσε στο μυαλό και μετά το έγραφε στο χαρτί, όταν γύριζε στο σπίτι.
Ποιήματα του Αλέξανδρου Παρλάντζα
Αφιερωμένο στον μεγάλο τραγουδιστή Κώστα Νάκα
Αηδόνι ήσαν Νάκα μου
όμορφα τραγουδούσες
με τη γλυκιά σου τη φωνή
κέφι παντού σκορπούσες
Ένα τραγούδι ήτανε
ολόκληρη η ζωή σου
και τώρα για παντοτινά
βουβάθηκε η φωνή σου
Σε κλαίει το συνάφι μας
όλοι οι Σαρακατσάνοι
και τα αηδόνια που λαλούν
παράπονο τα πιάνει
Εσύ δεν θέλεις δάκρυα
δεν πρέπει να σε κλαίμε
σε πανηγύρια και χαρές
τραγούδια σου να λέμε.
Κώστα μου είσαι αθάνατος
ποτέ δεν σε ξεχνάμε
θα βρίσκεσαι στη σκέψη μας
τις ώρες που γλεντάμε.
Στον άλλο κόσμο που θα πας
να ξανατραγουδήσεις
Σαρακατσάνοι καρτερούν
να τους ψυχαγωγήσεις.
Ποίματα για τους μήνες
Κοντεύουμε στην άνοιξη
Είναι αρχές του Μάρτη
Είχανε δίκιο οι παλιοί
Που τον έλεγαν γδάρτη
Έχει αέρα και βροχές
Μέχρι που να μεσιάση
Είναι βαρύς ασήκωτος
Ο Μάρτης να περάσει
Τριφύλλια και ζωοτροφές
Τα πάντα τελειώνουν
Οι μέρες του σιγά σιγά
Αρχίζουν μεγαλώνουν
Σαν φτάσει ο Ευαγγελισμός
Και ‘ρθουν τα χελιδόνια
αρχίζουνε απ’ τα βουνά
να λιώνουνε τα χιόνια
Ο ήλιος είναι λαμπερός
Ο τόπος χορταριάζει
Μπαίνουμε προς την άνοιξη
Τίποτα δεν μας σκιάζει.
Τα βάσανα τελειώσανε
Μπαίνουμε στον Απρίλη
Βγήκε χορτάρι τρυφερό
Φούσκωσε το ξεφύλλι
Βγαίνουν τα γιδοπρόβατα
Ολημερίς βοσκάνε
Φεύγουν απ’ τα χαράματα
Για άρμεγμα γυρνάνε
Τώρα τα αρματώνουμε
Τους βάζουμε κουδούνια
Ν’ ακούγονται όπου περνάν
Μέσα στα κορφοβούνια
Για κούρο θα τα βάλουμε
Μόλις καλά ζεστάνει
Ο κούρος είναι σαν γιορτή
Πανηγυρίζει η στάνη
Τι μέρα που κουρεύουμε
Έχουμε αρνιά ψημένα
Για τούτη την τρανή χαρά
Τα ‘χαμε κρατημένα.
Μας ήρθε ο Μάης ο καλός
Ζεστός, λουλουδιασμένος
Ο τόπος είναι πράσινος
Και ανθοστολισμένος
Τρώνε τα γιδοπρόβατα
Λουλούδια ανθισμένα
Και έρχονται για άρμεγμα
Μεγάλα φορτωμένα
Σαν ένα πράσινο χαλί
Στέκονται τα τριφύλλια
Και τα πουρνάρια γέμισαν
Με κόκκινα ξιφίλια
Ο Μάης μόλις μέσιασε
Φεύγουμε ξεκινάμε
Παίρνουμε τα κοπάδια μας
Για τα βουνά τραβάμε
Έχουμε ποδαρόδρομο
Τι νύχτα και τι μέρα
Να φτάσουμε στα έλατα
Το δροσερό αέρα.
Φτάνουμε στα ψηλά βουνά
Και τώρα ποιος μας πιάνει
Μπροστά πάνε τα πρόβατα
Πίσω το καραβάνι
Τώρα τα ‘βνα έχουν άνοιξη
Έχουνε χορταριάσει
Γίνονται καταπράσινα
Ο θεριστής σαν πιάσει
Εδώ είναι ο παράδεισος
Εδώ είναι τα μεράκια
Μα πρέπει να αρχίσουμε
Να στήσουμε κονάκια
Τις στρούγκες για να φτιάξουμε
Να ‘ρθουνε ν’ αρμεχτούνε
Εδώ μαντρί δεν έχουμε
Το βράδυ για να μπούνε
Εδώ είναι μαύρη ερημιά
Φυλάμε και τα γρέκια
Μοναδική παρηγοριά
Έχουμε τα ντουφέκια.