Σαν σήμερα το 1976 σημειώθηκε το αεροπορικό δυστύχημα στο Σαραντάπορο Ελασσόνας
Συνέβη το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1976, όταν το αεροπλάνο της εταιρείας με την ονομασία «Νήσος Μήλος», που εκτελούσε το τακτικό δρομολόγιο Αθήνα – Λάρισα – Κοζάνη, κατέπεσε στην περιοχή του Σαρανταπόρου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους και οι 50 επιβαίνοντες. Στην περιοχή επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τραγική κατάληξη της πτήσης, όπως και ο ανεπαρκής τεχνικός εξοπλισμός του αεροδρομίου της Κοζάνης. Ήταν το πέμπτο δυστύχημα στην ιστορία της ελληνικής πολιτικής αεροπορίας και το τέταρτο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που βρισκόταν ήδη υπό κρατικό έλεγχο από τις αρχές του 1975.
Το μοιραίο αεροπλάνο ήταν ένα σχετικά καινούργιο YS-11, ελικοφόρο ιαπωνικής κατασκευής, απο τα κορυφαία της εποχής του για σύντομες εσωτερικές πτήσεις, που εντάχθηκε αργότερα και στην Πολεμική Αεροπορία. Με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Σκιαδά, έμπειρο πιλότο με προϋπηρεσία σε πολεμικά αεροσκάφη, ξεκίνησε στις 8:35 το πρωί από το αεροδρόμιο του Ελληνικού για την τακτική πτήση ΟΑ830, με προορισμό την Κοζάνη και ενδιάμεσο σταθμό τη Λάρισα. Εκτός από τον κυβερνήτη, τον συγκυβερνήτη και τις δύο αεροσυνοδούς, που αποτελούσαν το πλήρωμα, στο αεροσκάφος επέβαιναν συνολικά 46 άτομα (40 Έλληνες και 6 αλλοδαποί).
Η αρχή της τραγωδίας γράφτηκε πάνω από τη Λάρισα, όταν το αεροπλάνο δεν κατόρθωσε να προσγειωθεί, λόγω πυκνής ομίχλης και συνέχισε προς Κοζάνη. Στις 9:46 ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου έλαβε το τελευταίο σήμα του αεροπλάνου κι έδωσε οδηγίες στον πιλότο για την κατάσταση του καιρού, που δεν διέφερε από αυτόν της Λάρισας. Η πτήση γινόταν εξ όψεως λόγω έλλειψης ραδιοβοηθημάτων στο αεροδρόμιο της Κοζάνης. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του αεροπλάνου.
Ο πιλότος στην προσπάθειά του να βρει ασφαλή δίοδο κατέβασε το αεροπλάνο χαμηλά, με αποτέλεσμα αυτό να προσκρούσει στην κορυφή «Φλάμπουρο» της οροσειράς του Σαρανταπόρου σε ύψος 1.379 μέτρων και να συντριβεί. Οι κάτοικοι του χωριού Μεταξάς άκουσαν την έκρηξη και έσπευσαν πρώτοι στον τόπο του δυστυχήματος, αψηφώντας τη χιονοθύελλα που επικρατούσε στην περιοχή. Οι εικόνες φρίκης που αντίκρισαν θα τους στοίχειωναν για πολύ καιρό. Το αεροσκάφος είχε κοπεί στα τρία και ανθρώπινα πτώματα καίγονταν σε μεγάλη ακτίνα. Μία φοβερή μυρωδιά από καμένες σάρκες γέμιζε την ατμόσφαιρα σε αρκετή απόσταση. Ύστερα από λίγη ώρα κατέφθασαν τα σωστικά συνεργεία και σύντομα διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχουν επιζώντες. Οπλισμένοι χωροφύλακες φρουρούσαν τα πτώματα όλο το βράδυ, με θερμοκρασίες 10 βαθμών κάτω από το μηδέν, για το φόβο επιδρομής λύκων και τσακαλιών. Την επομένη, άρχισε το μακάβριο έργο της αναγνώρισης των θυμάτων, που δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα.
Τα θύματα του τραγικού δυστυχήματος ήταν κυρίως νεαρά παιδιά: σπουδαστές που πήγαιναν να γραφτούν στα ΚΑΤΕ (σημερινά ΤΕΙ), φαντάροι που επέστρεφαν στις μονάδες τους, ένας συνάδελφός τους που πήγαινε να πάρει το απολυτήριό του, μια νεόνυμφη, ένας πατέρας που επέστρεφε στο σπίτι του για πρωτοαντικρύσει το νεογέννητο παιδί του και δυο τραγουδίστριες που θα ξεκινούσαν σειρά εμφανίσεων στο κέντρο «Αδυναμία» της Κοζάνης.
Το αεροπορικό δυστύχημα της Κοζάνης συντάραξε την κοινωνία της εποχής. Ο Τύπος επικέντρωσε την κριτική του στον ανεπαρκή έως ανύπαρκτο τεχνικό εξοπλισμό, όχι μόνο του αεροδρομίου της Κοζάνης, αλλά και πολλών ακόμη ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων. Ο διοικητής της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, Ηλίας Ντέρος, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το αεροδρόμιο της Κοζάνης «δεν είναι από τα καλά», ενώ ο υπουργός Συγκοινωνιών, Γεώργιος Βογιατζής, ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση (Καραμανλή) θα διέθετε άμεσα 1 δισ. δραχμές για τη βελτίωση της τεχνικής υποδομής των αεροδρομίων.
Ο τηλεφωνητής του χωριού Μεταξά, Αθανάσιος Μαργαρίτης, δήλωσε:
«Κατά τις 10:30 πήρα την είδηση ότι χάθηκε ένα αεροπλάνο. Πήρα μόνος μου τον σταθμό του ΟΤΕ και μου είπαν ότι άκουσαν ένα θόρυβο, αλλά δεν διακρίνουν τίποτα. Φωνάζω τα παιδιά που είναι στο καφενείο και τους λέω ότι οπωσδήποτε το δυστύχημα έγινε κοντά στα ραντάρ. (…) Μόλις φθάσαμε κοντά, μάς έφερε ο αέρας τη μυρωδιά. (…) Τρέχουμε και βλέπουμε το αεροπλάνο που καιγόταν. Μύριζε ο τόπος από καμμένο κρέας. (…) Αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Είναι κανένας ζωντανός;» Τίποτα. Τραβήξαμε κι έναν άλλο που δεν ξέραμε αν ήταν ο πιλότος – πλάι του ήταν το πηλίκιο, είχε λαμπαδιάσει από τη μέση και κάτω. Αρχίσαμε να μαζεύουμε χώμα με τα χέρια για να τη σβήσουμε, αλλά η φωτιά είχε φουντώσει».
Οι κάτοικοι του χωριού Μεταξά Κοζάνης, που ήταν πολύ κοντά στον τόπο της τραγωδίας κινητοποιήθηκαν αμέσως.
«Ο ιερέας του χωριού άρχισε να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησίας, ξεσηκώνοντας όλο το χωριό. Έτσι άρχισε μια δραματική πορεία προς το ύψωμα μέσα ομίχλη, παγωνιά και στο χιόνι που έπεφτε συνεχώς».