19 Μαΐου, Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων
«Την πατρίδαμ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι επορώ» (ποντιακό τραγούδι)
(Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ).
Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανές δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου, 1919 με την αποβίβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Περίπου 353.000 Έλληνες από τον μικρασιατικό Πόντο εξοντώθηκαν την περίοδο 1916-1923.
Οι Τούρκοι με τη γενοκτονία των Ποντίων, τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών, τους απαγχονισμούς και τους εκτοπισμούς που ακολούθησαν, κατάφεραν να αλλοιώσουν τον εθνολογικό χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών.
Περισσότεροι από 400.000 ξεριζωμένοι έφθασαν με καραβάνια στα μεγάλα αστικά της Ελλάδος αφήνοντας πίσω τους έναν πολιτισμό 3 χιλιετιών, προγονικά εδάφη, εκκλησίες, τάφους και σχολεία. Άρχισαν έναν αγώνα επιβίωσης προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τον ποντιακό πολιτισμό, την μουσική, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους .
Επί δεκαετίες οι Πόντιοι αγωνίζονται για την αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων, με την αναγνώριση της γενοκτονίας από την Τουρκία . Η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Η Γενοκτονία των Ποντίων είναι σελίδα μιας ευρύτερης ιστορίας που ιστορικοί αποκαλούν «χριστιανικό ολοκαύτωμα» ανέφερε ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το 2015 και τον δημοσιογράφο Φάνη Γρηγοριάδη:
Ερ: Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Τι οφείλουμε να θυμόμαστε σήμερα;
Απ: Θα πρέπει να ορίσουμε αρχικά σε τι αναφερόμαστε. Η Γενοκτονία των Ποντίων είναι μία σελίδα μιας μεγάλης, ευρύτερης, ιστορίας. Είναι κομμάτι της πολιτικής των Νεοτούρκων και του Κεμαλισμού να εξοντώσει τις χριστιανικές ομάδες, η οποία έχει διάφορες κατηγορίες. Η υπέρτατη κατηγορία είναι η γενοκτονία των χριστιανικών κοινοτήτων, όπως έχει οριστεί από το συνέδριο των Νεοτούρκων. Έχουν στοχοποιηθεί οι χριστιανικές κοινότητες, αυτό είναι το πρώτο και υπέρτατο πλαίσιο, αυτό που αποκαλούμε εμείς οι χριστιανοί ιστορικοί το «χριστιανικό ολοκαύτωμα». Μέσα εκεί, λοιπόν, υπάρχουν επιμέρους μορφές εξόντωσης των μειονοτήτων, για τους Έλληνες, τους Αρμένιους, τους Ασσυροχαλδαίους - Αραμαίους. Γίνονται γενοκτονίες και των τριών αυτών κοινοτήτων, στη δε περίπτωση των Ελλήνων υπάρχει και μια άλλη επιμέρους διάκριση, γενοκτονίες στον Πόντο, στην Ανατολική Θράκη, στην Ιωνία, στη Βιθυνία. Είναι δηλαδή πολύ ευρύ ιστορικό φαινόμενο. Είναι ο μετασχηματισμός μιας αυτοκρατορίας σε εθνικό κράτος. Και ο μηχανισμός του μετασχηματισμού είναι οι γενοκτονίες. Δηλαδή, αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση.
Ερ: Ποια είναι τα μεγέθη; Τα θύματα;
Απ: Το 1914 με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινούν και οι μεγάλες διώξεις κατά των χριστιανικών κοινοτήτων, με τη συγκάλυψη των Αυστρογερμανών που ήταν και οι σύμμαχοι των Νεότουρκων.
Υπάρχουν περίπου 2.2000.000 Έλληνες στη Θράκη και στη Μικρασία, εννοούμε Πόντο, Βιθυνία, Καππαδοκία, κ.α. Στον Πόντο, ο πληθυσμός ανέρχεται στους 450.000 ανθρώπους. Αυτό που ξέρουμε είναι, ότι το 1928 καταγράφηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα 1.250.000 άνθρωποι.
Υπολογίζουμε ότι το συνολικό κόστος θυμάτων και αγνοουμένων είναι 700.000 - 800.000. Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, ποτέ δεν έγιναν λεπτομερειακές έρευνες την εποχή που θα μπορούσαν να γίνουν και τώρα προσπαθούμε, μέσα από τα λιγοστά στοιχεία που μας έχει κληροδοτήσει η Ιστορία, να αναπλάσουμε τα πραγματικά μεγέθη. Η γενοκτονία δεν έχει, όμως, σχέση με τον αριθμό των θυμάτων.
Έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων δεν ξέρουμε ποιος είναι στον Πόντο, στη Θράκη, στη Σμύρνη ή στην Ιωνία. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων, σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, είναι 700.000 - 800.000.
Προσπαθούμε να υπολογίσουμε πόσοι εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία, πόσοι μπορεί να έφυγαν στη διασπορά, Γαλλία, ακόμη και Λατινική Αμερική και να δούμε τον αριθμό των θυμάτων στην Ελλάδα που υπήρχε τη δεκαετία του 1920 και μια φοβερή θνησιμότητα των προσφύγων και να καταλήξουμε τελικά, ότι εκεί, στις πατρίδες τους, ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της γενοκτονίας κατά του συνολικού ελληνικού πληθυσμού της Ανατολής είναι περίπου 700.000 - 800.000 άτομα.
Ερ: Ποιοι είναι υπαίτιοι; Έχει ευθύνες το τουρκικό κράτος;
Απ: Το τουρκικό κράτος, η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια.
Η σχέση του τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική. Γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος. Σήμερα, με τον Ερντογάν και τους μουσουλμάνους στην κυβέρνηση της Τουρκίας, σαφώς υπάρχει πιο διαλλακτική αντιμετώπιση του θέματος αυτού, από ό,τι με τους παραδοσιακούς κοσμικούς, τους εθνικιστές, τους Κεμαλιστές δηλαδή.
Υπάρχει μια πιο ευνοϊκή, θα λέγαμε, αντιμετώπιση. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, είναι γνωστά τα όρια που έχει το ίδιο το τουρκικό κράτος. Ειδικά για τους Αρμένιους υπάρχει η εκκρεμότητα των αρμενικών περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν και οικειοποιήθηκε το τουρκικό κράτος και δόθηκαν μετά σε εκλεκτούς του καθεστώτος.
Αυτό δεν υπάρχει στην ελληνική περίπτωση, είτε στον Πόντο, είτε στη Σμύρνη, είτε στη Θράκη, καθώς με τη Συνθήκη της Αγκύρας, το 1930, η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν να αλλάξουν πληθυσμούς και περιουσίες. Άρα, ο φυσικός «αντίδικος» των προσφύγων του '22, Ποντίων, Μικρασιατών, Ανατολικοθρακών είναι ουσιαστικά το ελληνικό Δημόσιο. Είναι αυτή η μεγάλη διαφορά.